- δίσκω
- δίσκοςquoitmasc nom/voc/acc dualδίσκοςquoitmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισκώ — δισκῶ ( έω) και δισκεύω (Α) [δίσκος] ρίχνω τον δίσκο 2. εξακοντίζω … Dictionary of Greek
δισκῶ — δισκέω pitch the quoit pres subj act 1st sg (attic epic doric) δισκέω pitch the quoit pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκῳ — δίσκος quoit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκωι — δίσκῳ , δίσκος quoit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PENTATHLUM — Latine Quinqvertium, celebre olim apud Graecos exercitationis genus fuit, imo potius in omnibus quinque certaminum generibus victricem peritiam denotavit. Iul. Pollux l. 3. c. 3. πένταθλος ὁ πέντε ἀγωνιζόμενος, Pentarhlus (sive Quinqvertio, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
δίσκημα — δίσκημα, το (Α) [δισκώ] 1. οτιδήποτε ρίχνεται ή βάλλεται ως δίσκος 2. η ρίψη τού δίσκου … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
δισκεύω — βλ. δισκώ … Dictionary of Greek
κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
υπερδισκώ — έω, Α ὐπερδισκεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δισκῶ «ρίχνω τον δίσκο»] … Dictionary of Greek